Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mangiàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈʤare]

(cibo) το φαγητό

mangiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈʤare]

τρώω, τρώγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mangiapreti mangiarino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


qualcosa da mangiare = κάτι να φάω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mangiamoccoli (ουσ αρσ και θηλ.)
mangianastri (ουσ αρσ )
mangiapane (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiapolenta (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiapreti (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiare (ουσ αρσ )
mangiare (ρ. μτβ.)
mangiarino (ουσ αρσ )
mangiata (θηλ.ουσ)
mangiatoia (θηλ.ουσ)
mangiatore (ουσ αρσ )
mangiatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiaufo (ουσ αρσ και θηλ.)
mangime (ουσ αρσ )
mangione (ουσ αρσ )
mangiucchiare (ρ. μτβ.)
mango (ουσ αρσ )
mangosta (θηλ.ουσ)
mangostano (ουσ αρσ )
mangrovia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---