Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmangiaprèti
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈprɛti] 1 λυσσασμένα στρεφόμενος κατά των κληρικών 2 φανατικός αντικληρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |