Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manganèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mangaˈnɛlla]

1 στειλιάρι
2 ρόπαλο κοντό
3 καταπέλτης
4 ρόπαλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manganatura manganellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)
manganare (ρ. μτβ.)
manganato (ουσ αρσ )
manganatura (θηλ.ουσ)
manganella (θηλ.ουσ)
manganellare (ρ. μτβ.)
manganellata (θηλ.ουσ)
manganello (ουσ αρσ )
manganese (ουσ αρσ )
manganico (επίθ.)
manganina (θηλ.ουσ)
manganite (θηλ.ουσ)
mangano (ουσ αρσ )
manganoso (επίθ.)
mangereccio (επίθ.)
mangeria (θηλ.ουσ)
mangiabile (επίθ.)
mangiacarte (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiacristiani (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---