Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mandrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈdrino]

1 άξονας
2 μεταλλική μπάρα-πυρήνας
3 άξονας στήριξης εξαρτήματος
4 άτρακτος
5 αξονίσκος
6 αξονίσκος κίνησης βαλβίδας
7 άξονας με ρουλεμάν εργαλείου
8 άξονας
9 σφιγκτήρας
10 κεφάλι σύσφιγξης τρυπανιού (τσοκ)
11 τσοκ τόρνου
12 τσοκ τοποθέτησης κοπτικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandrinatura mandritta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandriano (ουσ αρσ )
mandrillo (ουσ αρσ )
mandrinaggio (ουσ αρσ )
mandrinato (επίθ.)
mandrinatura (θηλ.ουσ)
mandrino (ουσ αρσ )
mandritta (θηλ.ουσ)
manducare (ρ. μτβ.)
mane (θηλ.ουσ)
maneggevole (επίθ.)
maneggevolezza (θηλ.ουσ)
maneggiabile (επίθ.)
maneggiare (ρ. μτβ.)
maneggiatore (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggione (ουσ αρσ )
manesco (επίθ.)
manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---