Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • manéggio (ουσ αρσ ) il maneggiare ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • maneggìo (ουσ αρσ ) continuo maneggio


manéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈnedʤo]

1 διαχείριση
2 ραδιουργία
3 μεταχείριση
4 χειρισμός
5 μάνατζμεντ
6 γήπεδο ιππασίας
7 κυβερνία
8 μαεστρία
9 μαστοριά
10 τέχνη εκπαίδευσης ίππων
11 τέχνη ιππασίας
12 ίντριγκα
13 σκευωρία
14 χάλκευση
15 δολοπλοκία
16 διεύθυνση
17 κουμάντο
18 σχολή ιππασίας
19 διοίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maneggiatore maneggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maneggevole (επίθ.)
maneggevolezza (θηλ.ουσ)
maneggiabile (επίθ.)
maneggiare (ρ. μτβ.)
maneggiatore (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggione (ουσ αρσ )
manesco (επίθ.)
manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)
manganare (ρ. μτβ.)
manganato (ουσ αρσ )
manganatura (θηλ.ουσ)
manganella (θηλ.ουσ)
manganellare (ρ. μτβ.)
manganellata (θηλ.ουσ)
manganello (ουσ αρσ )
manganese (ουσ αρσ )
manganico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---