Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maneggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [manedˈʤare]

1 συμπεριφέρομαι
2 διαχειρίζομαι επιδέξια
3 κατευθύνω με τα χέρια
4 πιάνω
5 χειρίζομαι επιδέξια
6 διευθύνω
7 κουμαντάρω
8 διαπλάθω
9 χρησιμοποιώ
10 μεταχειρίζομαι
11 χειρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maneggiabile maneggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manducare (ρ. μτβ.)
mane (θηλ.ουσ)
maneggevole (επίθ.)
maneggevolezza (θηλ.ουσ)
maneggiabile (επίθ.)
maneggiare (ρ. μτβ.)
maneggiatore (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggione (ουσ αρσ )
manesco (επίθ.)
manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)
manganare (ρ. μτβ.)
manganato (ουσ αρσ )
manganatura (θηλ.ουσ)
manganella (θηλ.ουσ)
manganellare (ρ. μτβ.)
manganellata (θηλ.ουσ)
manganello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---