Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmandrìllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [manˈdrillo] 1 λάγνος 2 λεχρίτης 3 μπαμπουΐνος mandrillus mormon 4 ακόλαστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |