Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mandorlièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mandorˈljɛro]

1 αμυγδαλάτος
2 αμυγδαλωτός
3 με σχήμα αμυγδάλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandorleto mandorlo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandolino (ουσ αρσ )
mandorla (θηλ.ουσ)
mandorlato (ουσ αρσ )
mandorlato (επίθ.)
mandorleto (ουσ αρσ )
mandorliero (επίθ.)
mandorlo (ουσ αρσ )
mandragola (θηλ.ουσ)
mandragora (θηλ.ουσ)
mandria (θηλ.ουσ)
mandriano (ουσ αρσ )
mandrillo (ουσ αρσ )
mandrinaggio (ουσ αρσ )
mandrinato (επίθ.)
mandrinatura (θηλ.ουσ)
mandrino (ουσ αρσ )
mandritta (θηλ.ουσ)
manducare (ρ. μτβ.)
mane (θηλ.ουσ)
maneggevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---