Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mandorlàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mandorˈlato]

αμυγδαλωτό

mandorlàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mandorˈlato]

1 κατασκευασμένος από αμύγδαλα
2 με σχήμα αμυγδάλου
3 αμυγδαλωτός
4 αμυγδαλάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandorla mandorleto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandola (θηλ.ουσ)
mandolinata (θηλ.ουσ)
mandolinista (ουσ αρσ και θηλ.)
mandolino (ουσ αρσ )
mandorla (θηλ.ουσ)
mandorlato (ουσ αρσ )
mandorlato (επίθ.)
mandorleto (ουσ αρσ )
mandorliero (επίθ.)
mandorlo (ουσ αρσ )
mandragola (θηλ.ουσ)
mandragora (θηλ.ουσ)
mandria (θηλ.ουσ)
mandriano (ουσ αρσ )
mandrillo (ουσ αρσ )
mandrinaggio (ουσ αρσ )
mandrinato (επίθ.)
mandrinatura (θηλ.ουσ)
mandrino (ουσ αρσ )
mandritta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---