Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manciuriàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [manʧuˈrjano]

μαντζουριανός (χρησιμοποίησε καλύτερα το mancese)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Manciuria manco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mancinella (θηλ.ουσ)
mancinismo (ουσ αρσ )
mancino (ουσ αρσ )
mancino (επίθ.)
Manciuria (θηλ.ουσ)
manciuriano (αρσ. επίθ και ουσ)
manco (επίθ. e επίρ.)
manco (επίρ.)
mandamentale (επίθ.)
mandamento (ουσ αρσ )
mandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mandarancio (ουσ αρσ )
mandare (ρ. μτβ.)
mandarinato (ουσ αρσ )
mandarino (ουσ αρσ )
mandata (θηλ.ουσ)
mandatario (ουσ αρσ )
mandato (ουσ αρσ )
mandibola (θηλ.ουσ)
mandibolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---