ItalianoGreco


manchevolèzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mankevoˈlɛttsa]

1 ελάττωμα
2 ανεπάρκεια
3 μειονεκτικότητα
4 ψεγάδι
5 σφάλμα
6 ελαττωματικότητα
7 κουσούρι
8 ατέλεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---