Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manchevolèzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mankevoˈlɛttsa]

1 ελάττωμα
2 ανεπάρκεια
3 μειονεκτικότητα
4 ψεγάδι
5 σφάλμα
6 ελαττωματικότητα
7 κουσούρι
8 ατέλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manchevole mancia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mancato (επίθ.)
mancese (ουσ αρσ και θηλ.)
mancese (επίθ.)
manche (θηλ.ουσ)
manchevole (επίθ.)
manchevolezza (θηλ.ουσ)
mancia (θηλ.ουσ)
manciata (θηλ.ουσ)
mancina (θηλ.ουσ)
mancinella (θηλ.ουσ)
mancinismo (ουσ αρσ )
mancino (ουσ αρσ )
mancino (επίθ.)
Manciuria (θηλ.ουσ)
manciuriano (αρσ. επίθ και ουσ)
manco (επίθ. e επίρ.)
manco (επίρ.)
mandamentale (επίθ.)
mandamento (ουσ αρσ )
mandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---