Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mancàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [manˈkare]

ελλείπω, λείπω

mancàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈkare]

1 αθετώ
2 χάνω
3 αστοχώ
4 παραβαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mancanza mancato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


c'è mancato poco che... = λίγο ήθελε να...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manca (θηλ.ουσ)
mancamento (ουσ αρσ )
mancante (ουσ αρσ και θηλ.)
mancante (επίθ.)
mancanza (θηλ.ουσ)
mancare (ρ.αμτβ.)
mancare (ρ. μτβ.)
mancato (επίθ.)
mancese (ουσ αρσ και θηλ.)
mancese (επίθ.)
manche (θηλ.ουσ)
manchevole (επίθ.)
manchevolezza (θηλ.ουσ)
mancia (θηλ.ουσ)
manciata (θηλ.ουσ)
mancina (θηλ.ουσ)
mancinella (θηλ.ουσ)
mancinismo (ουσ αρσ )
mancino (ουσ αρσ )
mancino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---