Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmancaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mankaˈmento] 1 ατέλεια 2 ψεγάδι 3 ελάττωμα 4 λιποθυμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |