Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mancaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mankaˈmento]

1 ατέλεια
2 ψεγάδι
3 ελάττωμα
4 λιποθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manca mancante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manaiuola (θηλ.ουσ)
manale (ουσ αρσ )
manata (θηλ.ουσ)
manato (ουσ αρσ )
manca (θηλ.ουσ)
mancamento (ουσ αρσ )
mancante (ουσ αρσ και θηλ.)
mancante (επίθ.)
mancanza (θηλ.ουσ)
mancare (ρ.αμτβ.)
mancare (ρ. μτβ.)
mancato (επίθ.)
mancese (ουσ αρσ και θηλ.)
mancese (επίθ.)
manche (θηλ.ουσ)
manchevole (επίθ.)
manchevolezza (θηλ.ουσ)
mancia (θηλ.ουσ)
manciata (θηλ.ουσ)
mancina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---