Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mancànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manˈkante]

Απών

mancànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [manˈkante]

1 ελλιπής
2 απών
3 λειψός
4 αγνοούμενος
5 ανεπαρκής
6 χρειαζούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mancamento mancanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manale (ουσ αρσ )
manata (θηλ.ουσ)
manato (ουσ αρσ )
manca (θηλ.ουσ)
mancamento (ουσ αρσ )
mancante (ουσ αρσ και θηλ.)
mancante (επίθ.)
mancanza (θηλ.ουσ)
mancare (ρ.αμτβ.)
mancare (ρ. μτβ.)
mancato (επίθ.)
mancese (ουσ αρσ και θηλ.)
mancese (επίθ.)
manche (θηλ.ουσ)
manchevole (επίθ.)
manchevolezza (θηλ.ουσ)
mancia (θηλ.ουσ)
manciata (θηλ.ουσ)
mancina (θηλ.ουσ)
mancinella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---