Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inserirsi (ρ.μ. (αντων.)) insìgne (επίθ.)
inseritóre (αρσ. επίθ και ουσ) insignificànte (επίθ.)
insèrto (αρσ. επίθ και ουσ) insignìre (ρ. μτβ.)
inservìbile (επίθ.) insilaménto (ουσ αρσ )
inserviènte (ουσ αρσ ) insilàre (ρ. μτβ.)
inserviènte (θηλ.ουσ) insilatrìce (θηλ.ουσ)
inserzióne (θηλ.ουσ) insincerità (θηλ.ουσ)
inserzionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) insincèro (επίθ.)
insettàrio (ουσ αρσ ) insindacàbile (επίθ.)
insetticìda (επίθ.) insindacabilità (θηλ.ουσ)
insettìfugo (επίθ.) insìno (επίρ.)
insettìvoro (ουσ αρσ ) insinuànte (επίθ.)
insettìvoro (επίθ.) insinuàre (ρ. μτβ.)
insètto (ουσ αρσ ) insinuarsi (ρ.μ. (αντων.))
insicurézza (θηλ.ουσ) insinuatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
insicùro (ουσ αρσ ) insinuazióne (θηλ.ουσ)
insicùro (επίθ.) insipidézza (θηλ.ουσ)
insìdia (θηλ.ουσ) insipidità (θηλ.ουσ)
insidiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) insìpido (επίθ.)
insidiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) insipiènza (θηλ.ουσ)
insidióso (επίθ.) insistènte (επίθ.)
insième (ουσ αρσ ) insistènza (θηλ.ουσ)
insième (επίρ.) insìstere (ρ.αμτβ.)
insiemìstica (θηλ.ουσ) ìnsito (επίθ.)
insiemìstico (επίθ.) insociàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: