Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illustràto (επίθ.) imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
illustratóre (ουσ αρσ ) imballàggio (ουσ αρσ )
illustrazióne (θηλ.ουσ) imballàre (ρ. μτβ.)
illùstre (επίθ.) imballàto (επίθ.)
illustrìssimo (αρσ. επίθ και ουσ) imballatóre (ουσ αρσ )
illùvie (θηλ.ουσ) imballatrìce (θηλ.ουσ)
illuvióne (θηλ.ουσ) imballatùra (θηλ.ουσ)
ìlo (ουσ αρσ ) imbàllo (ουσ αρσ )
ilòta (ουσ αρσ και θηλ.) imbalordìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ilozoìsmo (ουσ αρσ ) imbalsamàre (ρ. μτβ.)
ilozoìsta (ουσ αρσ και θηλ.) imbalsamatóre (ουσ αρσ )
ilozoìstico (επίθ.) imbalsamatùra (θηλ.ουσ)
imàgine (θηλ.ουσ) imbalsamazióne (θηλ.ουσ)
imaginìsmo (ουσ αρσ ) imbambolàre (ρ.αμτβ.)
imagìsmo (ουσ αρσ ) imbambolàto (επίθ.)
imàno (ουσ αρσ ) imbambolire (ρ.αμτβ.)
imàtio (ουσ αρσ ) imbandieraménto (ουσ αρσ )
imbacàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbandieràre (ρ. μτβ.)
imbacchettonìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbandigióne (θηλ.ουσ)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.) imbandìre (ρ. μτβ.)
imbacuccàre (ρ. μτβ.) imbandìto (επίθ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.)) imbanditóre (ουσ αρσ )
imbalconàto (επίθ.) imbàndo (ουσ αρσ )
imbaldanzìre (ρ.αμτβ.) imbarazzànte (επίθ.)
imbaldanzìre (ρ. μτβ.) imbarazzàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: