Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festeggiaménto (ουσ αρσ ) fèto (ουσ αρσ )
festeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) fetologìa (θηλ.ουσ)
festeggiàto (αρσ. επίθ και ουσ) fetòlogo (ουσ αρσ )
festeggiatóre (ουσ αρσ ) fetónte (ουσ αρσ )
festeréccio (επίθ.) fétta (θηλ.ουσ)
festévole (επίθ.) fettùccia (θηλ.ουσ)
festiccióla (θηλ.ουσ) fettuccìna (θηλ.ουσ)
festìno (ουσ αρσ ) feudàle (επίθ.)
fèstival, festivàl (ουσ αρσ ) feudalìsmo (ουσ αρσ )
festività (θηλ.ουσ) feudalità (θηλ.ουσ)
festìvo (επίθ.) feudatàrio (ουσ αρσ )
festonàto (επίθ.) feudatàrio (επίθ.)
festóne (ουσ αρσ ) fèudo (ουσ αρσ )
festosità (θηλ.ουσ) feuilleton (ουσ αρσ )
festóso (επίθ.) fèz (ουσ αρσ )
festùca (θηλ.ουσ) feziàle (ουσ αρσ )
fetàle (επίθ.) fi (ουσ αρσ και θηλ.)
fetènte (ουσ αρσ και θηλ.) fiàba (θηλ.ουσ)
fetènte (επίθ.) fiabésco (επίθ.)
fetìccio (ουσ αρσ ) fiàcca (θηλ.ουσ)
feticìdio (ουσ αρσ ) fiaccaménte (επίρ.)
feticìsmo (ουσ αρσ ) fiaccàre (ρ. μτβ.)
feticìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
fètido (επίθ.) fiaccheràio (ουσ αρσ )
fetidùme (ουσ αρσ ) fiacchézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: