Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feticìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,fɛtiˈʧidjo]

1 εμβρυοκτονία
2 θανάτωση εμβρύου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feticcio feticismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festuca (θηλ.ουσ)
fetale (επίθ.)
fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )
feticismo (ουσ αρσ )
feticista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fetido (επίθ.)
fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)
fetologo (ουσ αρσ )
fetonte (ουσ αρσ )
fetta (θηλ.ουσ)
fettuccia (θηλ.ουσ)
fettuccina (θηλ.ουσ)
feudale (επίθ.)
feudalismo (ουσ αρσ )
feudalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---