Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfetta]

η φέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fetonte fettuccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)
fetologo (ουσ αρσ )
fetonte (ουσ αρσ )
fetta (θηλ.ουσ)
fettuccia (θηλ.ουσ)
fettuccina (θηλ.ουσ)
feudale (επίθ.)
feudalismo (ουσ αρσ )
feudalità (θηλ.ουσ)
feudatario (ουσ αρσ )
feudatario (επίθ.)
feudo (ουσ αρσ )
feuilleton (ουσ αρσ )
fez (ουσ αρσ )
feziale (ουσ αρσ )
fi (ουσ αρσ και θηλ.)
fiaba (θηλ.ουσ)
fiabesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---