Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fèudo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛwdo]

1 τσιφλίκι
2 κυριότητα
3 φέουδο
4 τιμάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feudatario feuilleton  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feudale (επίθ.)
feudalismo (ουσ αρσ )
feudalità (θηλ.ουσ)
feudatario (ουσ αρσ )
feudatario (επίθ.)
feudo (ουσ αρσ )
feuilleton (ουσ αρσ )
fez (ουσ αρσ )
feziale (ουσ αρσ )
fi (ουσ αρσ και θηλ.)
fiaba (θηλ.ουσ)
fiabesco (επίθ.)
fiacca (θηλ.ουσ)
fiaccamente (επίρ.)
fiaccare (ρ. μτβ.)
fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiaccheraio (ουσ αρσ )
fiacchezza (θηλ.ουσ)
fiacco (επίθ.)
fiaccola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---