Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiaccheràio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fjakkeˈrajo]

1 ταξιτζής
2 αμαξάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiaccarsi fiacchezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiabesco (επίθ.)
fiacca (θηλ.ουσ)
fiaccamente (επίρ.)
fiaccare (ρ. μτβ.)
fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiaccheraio (ουσ αρσ )
fiacchezza (θηλ.ουσ)
fiacco (επίθ.)
fiaccola (θηλ.ουσ)
fiaccolata (θηλ.ουσ)
fiacre (ουσ αρσ )
fiala (θηλ.ουσ)
fiamma (θηλ.ουσ)
fiammante (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammata (θηλ.ουσ)
fiammato (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammeggiante (επίθ.)
fiammeggiare (ρ.αμτβ.)
fiammeggiare (ρ. μτβ.)
fiammiferaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---