Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiammàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fjamˈmato]

1 φλογώδης
2 πορφυρός
3 πορφυρένιος
4 άλικος
5 πορφυρόχρους
6 κατακόκκινος
7 ιριδίζων
8 βαθυκόκκινος
9 ολοκόκκινος
10 καταπόρφυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiammata fiammeggiante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiacre (ουσ αρσ )
fiala (θηλ.ουσ)
fiamma (θηλ.ουσ)
fiammante (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammata (θηλ.ουσ)
fiammato (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammeggiante (επίθ.)
fiammeggiare (ρ.αμτβ.)
fiammeggiare (ρ. μτβ.)
fiammiferaio (ουσ αρσ )
fiammifero (αρσ. επίθ και ουσ)
fiamminga (θηλ.ουσ)
fiammingo (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammingo (ουσ αρσ )
fiancale (ουσ αρσ )
fiancata (θηλ.ουσ)
fiancheggiamento (ουσ αρσ )
fiancheggiare (ρ. μτβ.)
fiancheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fianco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---