Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiammìngo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [fjamˈmingo] φλαμανδικός fiammìngo ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fjamˈmingo] 1 φοινικόπτερος (φλαμίνγκο) 2 φλαμανδική γλώσσα 3 Φλαμανδός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |