ItalianoGreco


fiànco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjanko]

η πλευρά, το πλάι, ο γοφός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a fianco = δίπλα || fianco a fianco = πλάι-πλάι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---