Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìbra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfibra]

1 δύναμη
2 νεύρο
3 δομή
4 ίνα μικρού μήκος (βαμβάκι- μαλλί)
5 ίνα
6 νήμα
7 κλωστή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fibbia fibriforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiasco (ουσ αρσ )
fiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiato (ουσ αρσ )
fiatone (ουσ αρσ )
fibbia (θηλ.ουσ)
fibra (θηλ.ουσ)
fibriforme (επίθ.)
fibrilla (θηλ.ουσ)
fibrillare (επίθ.)
fibrillare (ρ.αμτβ.)
fibrillazione (θηλ.ουσ)
fibrina (θηλ.ουσ)
fibrinogeno (ουσ αρσ )
fibrinoso (επίθ.)
fibrocemento (ουσ αρσ )
fibroide (αρσ. επίθ και ουσ)
fibroina (θηλ.ουσ)
fibroma (ουσ αρσ )
fibroscopio (ουσ αρσ )
fibrosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---