Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfibrinògeno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fibriˈnɔʤeno] 1 φιμπρινογόνο 2 ινωδογόνο 3 γκλομπουλίνη που γίνεται θρόμβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |