Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfibrìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fiˈbrina] 1 φιβρίνη 2 θρόμβος αίματος 3 ινική 4 ινώδες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |