Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfibròsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fiˈbrɔzi] 1 ινωμάτωση 2 αύξηση ινωματώδους ιστού 3 ίνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |