Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fibroscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fibrosˈkɔpjo]

όργανο ιατρικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fibroma fibrosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fibrinoso (επίθ.)
fibrocemento (ουσ αρσ )
fibroide (αρσ. επίθ και ουσ)
fibroina (θηλ.ουσ)
fibroma (ουσ αρσ )
fibroscopio (ουσ αρσ )
fibrosi (θηλ.ουσ)
fibrosità (θηλ.ουσ)
fibroso (επίθ.)
fibula (θηλ.ουσ)
fica (θηλ.ουσ)
ficcanaso (ουσ αρσ και θηλ.)
ficcare (ρ. μτβ.)
ficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiche (θηλ.ουσ)
ficheto (ουσ αρσ )
fico (ουσ αρσ )
ficus (ουσ αρσ )
fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---