Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fibrillazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fibrillatˈtsjone]

1 μαρμαρυγή
2 ινιδισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fibrillare fibrina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fibra (θηλ.ουσ)
fibriforme (επίθ.)
fibrilla (θηλ.ουσ)
fibrillare (επίθ.)
fibrillare (ρ.αμτβ.)
fibrillazione (θηλ.ουσ)
fibrina (θηλ.ουσ)
fibrinogeno (ουσ αρσ )
fibrinoso (επίθ.)
fibrocemento (ουσ αρσ )
fibroide (αρσ. επίθ και ουσ)
fibroina (θηλ.ουσ)
fibroma (ουσ αρσ )
fibroscopio (ουσ αρσ )
fibrosi (θηλ.ουσ)
fibrosità (θηλ.ουσ)
fibroso (επίθ.)
fibula (θηλ.ουσ)
fica (θηλ.ουσ)
ficcanaso (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---