Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjato]

η ανάσα, το χνότο, η αναπνοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiatare fiatone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giù tutto d'un fiato = εβίβα κι άσπρο πάτο! || restare senza fiato = μένω έκθαμβος || riprendere fiato = πέρνω ανάσα || strumenti [αρσ. πλυθ.] a fiato = τα πνευστά || tutto d'un fiato = μια κι έξω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiascaio (ουσ αρσ )
fiaschetta (θηλ.ουσ)
fiaschetteria (θηλ.ουσ)
fiasco (ουσ αρσ )
fiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiato (ουσ αρσ )
fiatone (ουσ αρσ )
fibbia (θηλ.ουσ)
fibra (θηλ.ουσ)
fibriforme (επίθ.)
fibrilla (θηλ.ουσ)
fibrillare (επίθ.)
fibrillare (ρ.αμτβ.)
fibrillazione (θηλ.ουσ)
fibrina (θηλ.ουσ)
fibrinogeno (ουσ αρσ )
fibrinoso (επίθ.)
fibrocemento (ουσ αρσ )
fibroide (αρσ. επίθ και ουσ)
fibroina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---