Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfjasko] 1 (recipiente) η φιάλη, το φλασκί 2 (insuccesso) το φιάσκο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |