Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiàsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjasko]

1 (recipiente) η φιάλη, το φλασκί
2 (insuccesso) το φιάσκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiaschetteria fiatare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiandra (θηλ.ουσ)
fiasca (θηλ.ουσ)
fiascaio (ουσ αρσ )
fiaschetta (θηλ.ουσ)
fiaschetteria (θηλ.ουσ)
fiasco (ουσ αρσ )
fiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiato (ουσ αρσ )
fiatone (ουσ αρσ )
fibbia (θηλ.ουσ)
fibra (θηλ.ουσ)
fibriforme (επίθ.)
fibrilla (θηλ.ουσ)
fibrillare (επίθ.)
fibrillare (ρ.αμτβ.)
fibrillazione (θηλ.ουσ)
fibrina (θηλ.ουσ)
fibrinogeno (ουσ αρσ )
fibrinoso (επίθ.)
fibrocemento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---