Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiancheggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fjankedʤaˈmento] 1 στήριξη στα πλευρά 2 βοήθεια 3 υποστήριγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |