ItalianoGreco


fiancheggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fjankedʤaˈtore]

1 στρατιώτης στην πλαὶνή παράταξη στρατού
2 συνταξιδιώτης
3 υποστηρικτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---