Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiammeggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fjammedˈʤare]

1 αστράφτω λαμπερά
2 φλογίζομαι
3 φλέγομαι
4 φεγγοβολώ

fiammeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fjammedˈʤare]

1 ξανάβω
2 κορώνω
3 φλογίζω
4 ανάβω
5 καψαλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiammeggiante fiammiferaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiamma (θηλ.ουσ)
fiammante (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammata (θηλ.ουσ)
fiammato (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammeggiante (επίθ.)
fiammeggiare (ρ.αμτβ.)
fiammeggiare (ρ. μτβ.)
fiammiferaio (ουσ αρσ )
fiammifero (αρσ. επίθ και ουσ)
fiamminga (θηλ.ουσ)
fiammingo (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammingo (ουσ αρσ )
fiancale (ουσ αρσ )
fiancata (θηλ.ουσ)
fiancheggiamento (ουσ αρσ )
fiancheggiare (ρ. μτβ.)
fiancheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fianco (ουσ αρσ )
fiandra (θηλ.ουσ)
fiasca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---