Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiammànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fjamˈmante]

1 πύρινος
2 κόκκινος
3 φλεγόμενος
4 φλογερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiamma fiammata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiaccola (θηλ.ουσ)
fiaccolata (θηλ.ουσ)
fiacre (ουσ αρσ )
fiala (θηλ.ουσ)
fiamma (θηλ.ουσ)
fiammante (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammata (θηλ.ουσ)
fiammato (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammeggiante (επίθ.)
fiammeggiare (ρ.αμτβ.)
fiammeggiare (ρ. μτβ.)
fiammiferaio (ουσ αρσ )
fiammifero (αρσ. επίθ και ουσ)
fiamminga (θηλ.ουσ)
fiammingo (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammingo (ουσ αρσ )
fiancale (ουσ αρσ )
fiancata (θηλ.ουσ)
fiancheggiamento (ουσ αρσ )
fiancheggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---