Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiabésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fjaˈbesko]

1 ονειρικός
2 υπέροχος
3 ονειρευτός
4 παραμυθένιος
5 εξαίσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiaba fiacca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feuilleton (ουσ αρσ )
fez (ουσ αρσ )
feziale (ουσ αρσ )
fi (ουσ αρσ και θηλ.)
fiaba (θηλ.ουσ)
fiabesco (επίθ.)
fiacca (θηλ.ουσ)
fiaccamente (επίρ.)
fiaccare (ρ. μτβ.)
fiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiaccheraio (ουσ αρσ )
fiacchezza (θηλ.ουσ)
fiacco (επίθ.)
fiaccola (θηλ.ουσ)
fiaccolata (θηλ.ουσ)
fiacre (ουσ αρσ )
fiala (θηλ.ουσ)
fiamma (θηλ.ουσ)
fiammante (αρσ. επίθ και ουσ)
fiammata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---