Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feticìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fetiˈʧista]

φετιχιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feticismo fetido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )
feticismo (ουσ αρσ )
feticista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fetido (επίθ.)
fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)
fetologo (ουσ αρσ )
fetonte (ουσ αρσ )
fetta (θηλ.ουσ)
fettuccia (θηλ.ουσ)
fettuccina (θηλ.ουσ)
feudale (επίθ.)
feudalismo (ουσ αρσ )
feudalità (θηλ.ουσ)
feudatario (ουσ αρσ )
feudatario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---