Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fetènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [feˈtɛnte]

1 δυσώδης άνθρωπος
2 βρομιάρης

fetènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈtɛnte]

1 βρομερός
2 δύσοσμος
3 δυσώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fetale feticcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festone (ουσ αρσ )
festosità (θηλ.ουσ)
festoso (επίθ.)
festuca (θηλ.ουσ)
fetale (επίθ.)
fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )
feticismo (ουσ αρσ )
feticista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fetido (επίθ.)
fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)
fetologo (ουσ αρσ )
fetonte (ουσ αρσ )
fetta (θηλ.ουσ)
fettuccia (θηλ.ουσ)
fettuccina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---