ItalianoGreco


fetènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [feˈtɛnte]

1 δυσώδης άνθρωπος
2 βρομιάρης

fetènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈtɛnte]

1 βρομερός
2 δύσοσμος
3 δυσώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---