Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


festóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fesˈtoso], [fesˈtoso]

1 κεφάτος
2 πασιχαρής
3 χαρμόσυνος
4 διασκεδαστικός
5 γιορταστικός
6 χαρούμενος
7 εύθυμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  festosità festuca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festività (θηλ.ουσ)
festivo (επίθ.)
festonato (επίθ.)
festone (ουσ αρσ )
festosità (θηλ.ουσ)
festoso (επίθ.)
festuca (θηλ.ουσ)
fetale (επίθ.)
fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )
feticismo (ουσ αρσ )
feticista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fetido (επίθ.)
fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)
fetologo (ουσ αρσ )
fetonte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---