Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfestìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [fesˈtivo] γιορταστικός (-ή, -ό), εορτάσιμος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiorno [αρσ.] festivo = η αργία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |