Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


festiccióla
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [festitˈtsola]

οικογενειακό γλέντι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  festevole festino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
festeggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
festeggiatore (ουσ αρσ )
festereccio (επίθ.)
festevole (επίθ.)
festicciola (θηλ.ουσ)
festino (ουσ αρσ )
festival (ουσ αρσ )
festività (θηλ.ουσ)
festivo (επίθ.)
festonato (επίθ.)
festone (ουσ αρσ )
festosità (θηλ.ουσ)
festoso (επίθ.)
festuca (θηλ.ουσ)
fetale (επίθ.)
fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---