Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfesteggiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [festedʤaˈtore] 1 χαροκόπος 2 γλεντζές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |