Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfestaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [festaˈjɔlo] 1 ξεφαντωτής 2 χαροκόπος 3 μπερμπάντης 4 γλεντζές 5 γλεντοκόπος festaiòlo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [festaˈjɔlo] γλεντζέδικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |