Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fèsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛsta]

1 η γιορτή, η εορτή
2 (ricevimento) η δεξίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fessura festaiolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


festa [θηλ.] dei lavoratori = η Εργατική Πρωτομαγιά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fessacchiotto (ουσ αρσ )
fesseria (θηλ.ουσ)
fesso (ουσ αρσ )
fesso (επίθ.)
fessura (θηλ.ουσ)
festa (θηλ.ουσ)
festaiolo (ουσ αρσ )
festaiolo (επίθ.)
festante (επίθ.)
festeggiamento (ουσ αρσ )
festeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
festeggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
festeggiatore (ουσ αρσ )
festereccio (επίθ.)
festevole (επίθ.)
festicciola (θηλ.ουσ)
festino (ουσ αρσ )
festival (ουσ αρσ )
festività (θηλ.ουσ)
festivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---