Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


festóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fesˈtone]

1 φεστόνι (είδος κεντήματος)
2 φεστόνι (γλυπτή γιρλάντα)
3 γιρλάντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  festonato festosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

festino (ουσ αρσ )
festival (ουσ αρσ )
festività (θηλ.ουσ)
festivo (επίθ.)
festonato (επίθ.)
festone (ουσ αρσ )
festosità (θηλ.ουσ)
festoso (επίθ.)
festuca (θηλ.ουσ)
fetale (επίθ.)
fetente (ουσ αρσ και θηλ.)
fetente (επίθ.)
feticcio (ουσ αρσ )
feticidio (ουσ αρσ )
feticismo (ουσ αρσ )
feticista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fetido (επίθ.)
fetidume (ουσ αρσ )
feto (ουσ αρσ )
fetologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---