Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfestóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fesˈtone] 1 φεστόνι (είδος κεντήματος) 2 φεστόνι (γλυπτή γιρλάντα) 3 γιρλάντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |