Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embriòlogo (ουσ αρσ ) emettitóre (ουσ αρσ )
embrionàle (επίθ.) èmi– (πρθμ.)
embrióne (ουσ αρσ ) emicefalìa (θηλ.ουσ)
embriònico (επίθ.) emicìclo (ουσ αρσ )
embrocazióne (θηλ.ουσ) emicrània (θηλ.ουσ)
emènda (θηλ.ουσ) emicranìa (θηλ.ουσ)
emendàbile (επίθ.) emiédrico (επίθ.)
emendaménto (ουσ αρσ ) emigrànte (ουσ αρσ )
emendàre (ρ. μτβ.) emigrànte (επίθ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.)) emigràre (ρ.αμτβ.)
emendatìvo (επίθ.) emigràto (αρσ. επίθ και ουσ)
emendatóre (αρσ. επίθ και ουσ) emigratòrio (επίθ.)
emendazióne (θηλ.ουσ) emigrazióne (θηλ.ουσ)
emeralopìa (θηλ.ουσ) emiliàno (αρσ. επίθ και ουσ)
emergènte (αρσ. επίθ και ουσ) eminènte (επίθ.)
emergènza (θηλ.ουσ) eminenteménte (επίρ.)
emèrgere (ρ.αμτβ.) eminentìssimo (επίθ.)
emèrito (επίθ.) eminènza (θηλ.ουσ)
emerocàllide (θηλ.ουσ) emiòno, emiòno (ουσ αρσ )
emerotèca (θηλ.ουσ) emiopìa (θηλ.ουσ)
emersióne (θηλ.ουσ) emiparèsi, emipàresi (θηλ.ουσ)
emèrso (επίθ.) emiplegìa (θηλ.ουσ)
emètico (επίθ.) emiplègico (αρσ. επίθ και ουσ)
emetìna (θηλ.ουσ) emiràto (ουσ αρσ )
eméttere (ρ. μτβ.) emìro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: