Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


embrocazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [embrokatˈtsjone]

1 υγρό εντριβής
2 εντριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embrionico emenda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embriologico (επίθ.)
embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)
emenda (θηλ.ουσ)
emendabile (επίθ.)
emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))
emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)
emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---