Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemergènte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [emerˈʤɛnte] 1 αναδυόμενος 2 ανερχόμενος από την αφάνεια 3 επείγων 4 ανερχόμενος (πολιτικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |