Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emergènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emerˈʤɛntsa]

ο συναγερμός, η έκτακτη ανάγκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emergente emergere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corsia [θηλ.] di emergenza = η βοηθητική λωρίδα || in caso d'emergenza = σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)
emeralopia (θηλ.ουσ)
emergente (αρσ. επίθ και ουσ)
emergenza (θηλ.ουσ)
emergere (ρ.αμτβ.)
emerito (επίθ.)
emerocallide (θηλ.ουσ)
emeroteca (θηλ.ουσ)
emersione (θηλ.ουσ)
emerso (επίθ.)
emetico (επίθ.)
emetina (θηλ.ουσ)
emettere (ρ. μτβ.)
emettitore (ουσ αρσ )
emi– (πρθμ.)
emicefalia (θηλ.ουσ)
emiciclo (ουσ αρσ )
emicrania (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---